δεκατετραπλάσιος

δεκατετραπλάσιος
-α, -ο
δεκατέσσερεις φορές μεγαλύτερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκατετραπλός — ή, ό (AM δεκατετραπλοῡς, ῆ, οῡν) 1. ο δεκατετραπλάσιος 2. ο αποτελούμενος από δεκατέσσερα όμοια ή ίσα μέρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”